- μερικότητα
- [-ης (-ητος)] η1) частичность; 2) особенность, своеобразие; 3) πλ. частности, детали, подробности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μερικότητα — η 1. το γνώρισμα, η ιδιότητα τού μερικού, το να αποτελεί κάτι μέρος ενός συνόλου 2. στον πληθ. οι μερικότητες οι λεπτομέρειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερικός. Η λ., στον λόγιο τ. μερικότης, μαρτυρείται από το 1761 στον Ιωσ. Μοισιόδακα] … Dictionary of Greek